αποθησαυρίζω

Greek Monolingual

(AM ἀποθησαυρίζω)
αποθηκεύω, αποταμιεύω
νεοελλ.
1. συγκεντρώνω, συσσωρεύω υλικά ή πνευματικά αγαθά
2. (για λέξεις) καταγράφω αθησαύριστες λέξεις, καταρτίζω λεξικό.