αποικίζω

Greek Monolingual

(AM ἀποικίζω) οικίζω
αποστέλλω αποίκους, δημιουργώ αποικία
μσν.
στέλνω κάποιον στον άλλο κόσμο, θανατώνω
αρχ.
1. μεταναστεύω
2. απομακρύνομαι από κάποιον
3. αποδιώχνω.