(AM ἀποικίζω) οικίζωαποστέλλω αποίκους, δημιουργώ αποικίαμσν.στέλνω κάποιον στον άλλο κόσμο, θανατώνωαρχ.1. μεταναστεύω2. απομακρύνομαι από κάποιον3. αποδιώχνω.