θανατώνω

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

(AM θανατῶ, -όω) θάνατος
1. επιφέρω σε κάποιον τον θάνατο, σκοτώνω (α. «παρά μικρόν δέν ἔλειψεν ἵνα μὲ θανατώσουν», Πρόδρ.
β. «τὸν μὲν ἔφερε θανατώσων παῖδα», Ηρόδ.)
2. καταστρέφω, αφανίζω, συντρίβω
3. μέσ. θανατώνομαι και θανατούμαι, -όομαι
πεθαίνω·