αποκλειστικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που αποκλείει όλους ή όλα τα άλλα
2. ο μοναδικός
3. το θηλ. ως ουσ. η αποκλειστική
όποια εκτελεί χρέη νοσοκόμας αποκλειστικά για έναν ασθενή σε κλινική ή στο σπίτι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκλείω. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστάσιο Πολυζωίδη (πρβλ. αγγλ. exclusive
γαλλ. exclusif
γερμ. exklusiv)].