αποπάνω

Greek Monolingual

(Μ ἀποπάνω) επίρρ.
1. από το επάνω μέρος
2. από ψηλά, από τον ουρανό
3. επάνω από κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
(με το άρθρο) οι αποπάνω
1. αυτοί που βρίσκονται σε ψηλότερο σημείο ή σε πλεονεκτική θέση
2. οι επικεφαλής.