αποποιούμαι

Greek Monolingual

(AM ἀποποιοῦμαι, -έομαι)
1. απομακρύνω από τον εαυτό μου κάτι, απορρίπτω
2. αρνούμαι να δώσω ή να πράξω κάτι
3. δεν δέχομαι κάτι.