Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
(AM ἀποποιοῦμαι, -έομαι)1. απομακρύνω από τον εαυτό μου κάτι, απορρίπτω2. αρνούμαι να δώσω ή να πράξω κάτι3. δεν δέχομαι κάτι.