αποσιωπώ

Greek Monolingual

(AM ἀποσιωπῶ, -άω)
παραλείπω κάτι, δεν το αναφέρω, αποκρύπτω
αρχ.
σταματώ να μιλώ, σιωπώ, τηρώ σιγή.