τηρώ
Greek Monolingual
(I)
τηρῶ, -έω, ΝΜΑ
διατηρώ, διαφυλάττω, κρατώ απαραβίαστο (α. «τηρώ τους νόμους» β. «τηρώ τον λόγο μου» γ. «δεῖ τὴν παρθένον πρὸ τοῦ σώματος μάλιστα τηρεῖν τὴν ψυχήν», Βασ.
δ. «τὴν πίστιν τετήρηκα», ΚΔ)
νεοελλ.
εκτελώ ορισμένη υπηρεσία ή εργασία (α. «τηρώ τα πρακτικά τών συνεδρίων» β. «τηρώ τα λογιστικά βιβλία»)
μσν.-αρχ.
1. φροντίζω, μεριμνώ για κάποιον ή για κάτι («φυλάττειν ἐμὲ και τηρεῖν ἐκέλευεν», Δημοσθ.)
2. φυλάγω, προσέχω, επιτηρώ («οὐ γὰρ καλῶς τηροῦσι τὰς κύνας», Ξεν·)
3. παρατηρώ προσεχτικά, προσέχω συνεχώς («τηρῶ αὐτοὺς οὐδὲ δοκῶν ὁρᾱν κλέπτοντας», Αριστοφ.)
4. καιροφυλακτώ, παραμονεύω («ἔνδον ὄντα τηρήσαντες αὐτόν», Θουκ.)
5. περιμένω, αναμένω («τηρεῖν νύκτα χειμέριον», Θουκ.)
6. σημειώνω («τηρεῖν τον χαρακτῆρα τῆς φράσεως», Ιπποκρ.)
7. αποδέχομαι, σέβομαι («ἕνα τηροῦν
τες θεόν», Ωριγ.)
8. είμαι άξιος να..., μού επιφυλάσσεται κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. τηρῶ ανάγεται στην ΙΕ ρίζα kwei- «προσέχω, παρατηρώ» (πρβλ. ποινή, τίνω), μέσω ενός τ. kwē-r- με υγρό ένθημα -ρ-, και συνδέεται με αρχ. ινδ. cāyati «παρατηρώ, νοιάζομαι», αρχ. σλαβ. čajō «περιμένω». Η σύνδεση του ρ. με την οικογένεια του ρ. πέλομαι (βλ. λ. πέλω) δεν θεωρείται πιθανή. Για τη σχέση του τηρῶ με το ρ. τημελῶ βλ. λ. τημελῶ].
(II)
και τηράω και τηράζω Ν
κοιτάζω, παρατηρώ, βλέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τηρώ έχει προέλθει από το αρχ. τηρῶ «προσέχω, φυλάγω, διαφυλάσσω», μέσω της σημ. «παρατηρώ προσεκτικά», από την οποία προήλθε και η σημ. «βλέπω, κοιτάζω». Ο τ. τηράω κατά τα νεοασυναίρετα, ενώ ο τ. τηράζω κατά τα ρ. σε -άζω].