αποσκιαδερός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που έχει σκιά, σκιερός
2. αυτός που βλέπει προς τη δύση, που σκιάζεται ανατολικά από βουνά («στην αποσκιαδερή τη μέσα Μάνη»).