(AM ἀποφεύγω)1. κρατιέμαι μακριά από κάποιον ή κάτι2. αρνούμαι να κάνω κάτι3. διαφεύγω, διασώζομαιαρχ.1. απαλλάσσομαι, αθωώνομαι2. (για γυναίκες) γεννώ.