αποφράζω

Greek Monolingual

κ. αποφράσσω (AM ἀποφράσσω, Α κ. ἀποφράττω κ. ἀποφράγνυμι, κ. ἀποφραγνύω
κλείνω, φράζω εντελώς
νεοελλ.
(-σσω)
ανοίγω κάτι φραγμένο, ξεβουλλώνω.