ἀποφράγνυμι

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφράγνῡμι Medium diacritics: ἀποφράγνυμι Low diacritics: αποφράγνυμι Capitals: ΑΠΟΦΡΑΓΝΥΜΙ
Transliteration A: apophrágnymi Transliteration B: apophragnymi Transliteration C: apofragnymi Beta Code: a)pofra/gnumi

English (LSJ)

(better ἀποφάργνυμι), fence off, block, τὰς ὁδοὺς ἀπεφάργνυσαν Th.7.74: metaph., ἀποφάργνυσαι κύκλῳ τὸ πρᾶγμα S.Ant.241.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀποφάργνυμι Th.7.74, 8.104
obstruir con barricadas u obstáculos, bloquear τῷ ... πεζῷ ... τὰς ... ὁδοὺς Th.7.74, ἀποφάρξασθαι αὐτούς (e.d. los atenienses), Th.8.104
obstruir, taponar con cera los oídos de los compañeros de Odiseo, Eust.1708
fig. tapar, esconder ἀποφράγνυσαι κύκλῳ τὸ πρᾶγμα levantas una barrera en torno a los hechos S.Ant.241.

German (Pape)

[Seite 335] (s. φράγνυμι), verzäunen, verstopfen, Thuc. 7, 74; εὖ γε στοχάζει κἀποφράγνυσαι κύκλῳ τὸ πρᾶγμα, du verzäunst dich, schützest dich rings (dich von der Tat absondernd) gegen die Tat, wälzest die Schuld von dir, Soph. Ant. 241, s. ἀποφράττω.

French (Bailly abrégé)

enfermer ; obstruer ; fig. κἀποφράγνυσαι κύκλῳ τὸ πρᾶγμα SOPH et tu entoures d'avance de mille précautions le récit de l'événement.
Étymologie: ἀπό, φράγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποφράγνῡμι: загораживать, преграждать, блокировать (ὁδούς Theocr.): ἀποφράγνυσαι (v.l. ἀποφάργνυσαι) κύκλῳ τὸ πράγμα Soph. ты все ходишь вокруг да около.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφράγνῡμι: ἢ -ύω, ἀποφράττω διὰ φραγμοῦ, ἀποχωρίζω, ἀποκλείω, τὰς ὁδοὺς ἀπεφράγνυσαν Θουκ. 7.74: μεταφ., ἀποφράγνυσαι (ὁ Δινδ. ἀποφάργνυσαι) κύκλῳ τὸ πρᾶγμα, «ἀσφαλίζῃ» (Σχόλ.) Σοφ. Ἀντ. 241: πρβλ. ἀποφράσσω.

Greek Monolingual

βλ. αποφράζω.

Greek Monotonic

ἀποφράγνῡμι: ή -ύω, περιφράζω, αποκλείω, αποχωρίζω, σε Θουκ.· μεταφ., σε Σοφ.

Middle Liddell

to fence off, block up, Thuc.: metaph., Soph.

Lexicon Thucydideum

obsepire, to blockade, invest, 7.74.2,
MED. praecludere, to close in front, 8.104.4.