-ές κ. άπρεπος, -η, -ο (AM ἀπρεπής, -ές) πρέπωο μη ευπρεπής, ανάρμοστοςαρχ.1. (για πρόσωπα) αισχρός, μιαρός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπρεπέςη απρέπεία.