απόκληρος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπόκληρος, -ον, Α δωρ. τ. ἀπόκλαρος)
όποιος έχει αποκλειστεί από την κληρονομιά, ο αποκληρωμένος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει οδηγηθεί σε κοινωνική απομόνωση
2. εκείνος που στερείται ουσιώδη αγαθά («απόκληρος της ζωής, της τύχης»)
αρχ.
αυτός που δεν έχει λάβει κλήρο ή μερίδιο από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + κλήρος «μερίδιο γης, κληρονομιά»].