ἀπόκλαρος
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
English (LSJ)
ἀπόκλαρον, Dor. for ἀπόκληρος.
Spanish (DGE)
(ἀπόκλᾱρος) v. ἀπόκληρος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόκλᾱρος: Pind. = ἀπόκληρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκλᾱρος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ἀπόκληρος.
English (Slater)
ἀπόκλᾱρος without a share in c. gen. πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν (P. 5.54)