απόμνυμι

Greek Monolingual

ἀπόμνυμι κ. -ύω (Α) [[όμνυμι κ. -ύω]]
1. ορκίζομαι ότι δεν θα κάνω κάτι
2. αρνούμαι με όρκο
3. (για τέκνα) αποκηρύσσω με όρκο
4. ορκίζομαι
5. (-ομαι) καταθέτω επίσημα.