απόσβεση

Greek Monolingual

η (Α ἀπόσβεσις) νεοελλ.
1. βαθμιαία εξόφληση χρέους
2. μείωση της αξίας ενός πάγιου περιουσιακού στοιχείου, όπως απεικονίζεται στις αντίστοιχες λογιστικές εγγραφές της επιχείρησης
αρχ.
σβήσιμο.