εξόφληση

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

η (Μ ἐξόφλησις)
1. πληρωμή, απόσβεση χρέους
2. ανταπόδοση οποιασδήποτε υποχρεώσεως ή εξυπηρετήσεως
3. (για φυλακισμένο) απόλυση.