εξόφληση
From LSJ
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
Greek Monolingual
η (Μ ἐξόφλησις)
1. πληρωμή, απόσβεση χρέους
2. ανταπόδοση οποιασδήποτε υποχρεώσεως ή εξυπηρετήσεως
3. (για φυλακισμένο) απόλυση.