απόσυρση

Greek Monolingual

η αποσύρω
1. το να αποσύρει κανείς κάτιαπόσυρση μύνησης»)
2. «απόσυρση νομίσματος» — άρση της νόμιμης κυκλοφορίας του νομίσματος, κατάργηση
3. «απόσυρση αγροτικών προϊόντων» — καταστροφή μέρους της παραγωγής για να μην πέσει η τιμή τους.