η αποσύρω1. το να αποσύρει κανείς κάτι («απόσυρση μύνησης»)2. «απόσυρση νομίσματος» — άρση της νόμιμης κυκλοφορίας του νομίσματος, κατάργηση3. «απόσυρση αγροτικών προϊόντων» — καταστροφή μέρους της παραγωγής για να μην πέσει η τιμή τους.