1. γεμίζω αράχνες2. μτφ. εγκαταλείπομαι, ερημώνομαι3. (μτχ. παθ. πρκμ.) αραχνιασμένος, -η, -οα) εγκαταλελειμμένος, έρημος6) απαίσιος, εξαθλιωμένοςγ) όμοιος με τον ιστό της αράχνης.