απαίσιος
From LSJ
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἀπαίσιος, -ον κ. -ιος, -ία, -ον) αίσιος
ο δυσοίωνος, αυτός που προμηνύει κάτι κακό
μσν.- νεοελλ.
φρικτός, αποτρόπαιος
νεοελλ.
αποκρουστικός, πολύ άσχημος.