-η, -οαυτός που είναι διακοσμημένος με άργυρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ποικιλτός < ποικίλλω «στολίζω». Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].