αρθρώνω

Greek Monolingual

(AM ἀρθρῶ, -όω) άρθρον
1. συναρμόζω τα μέλη ενός σώματος
2. προφέρω έναρθρους ήχους
αρχ.
ενισχύω, δυναμώνω κάτι.