-ές (AM ἀριπρεπής [-οῦς], -ές)1. διαπρεπής, διακεκριμένος2. (για πράγματα) πολύ φωτεινός, λαμπρός3. εμφανής, περίβλεπτος («Νήριτον ἀριπρεπές», Όμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + -πρεπής < πρέπω «ξεχωρίζω, λάμπω»].