αριστοπραξία

Greek Monolingual

ἀριστοπραξία, η (Μ)
ο άριστος τρόπος ενέργειας, το να κάνει κανείς κάτι με τον καλύτερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -πραξία < πράξις < πράττω.