αριφραδής

Greek Monolingual

ἀριφραδής (-οῦς), -ές (Α)
Ι. 1. ο ολοφάνερος, ο ευδιάκριτος
2. ο φωτεινός
3. ο πολύ συνετός, ο σοφός
II. επίρρ. ἀριφραδέως
σαφέστατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + -φραδής < φράζω «κάνω φανερό, δηλώνω»].