φραδής

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρᾰδής Medium diacritics: φραδής Low diacritics: φραδής Capitals: ΦΡΑΔΗΣ
Transliteration A: phradḗs Transliteration B: phradēs Transliteration C: fradis Beta Code: fradh/s

English (LSJ)

φραδές (or φρᾰδ-ύς, ύ), only found in gen. έος, understanding, wise, shrewd, φραδέος νόου Il.24.354. Adv. φραδῶς, = φραστικῶς, φανερῶς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1302] ές, verständig, klug, einsichtsvoll, φραδέος νόου Il. 24, 354, adv. φραδῶς.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
prudent, sage.
Étymologie: φράζω.

Russian (Dvoretsky)

φρᾰδής: рассудительный, осмотрительный (νοῦς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

φρᾰδής: -ές, γεν. έος, φράδμων, συνετός, ἀντίθετ. τῷ ἀφραδής. φραδέος νόου, «συνετοῦ νοῦ καὶ ἄριστα βουλεύεσθαι δυναμένου» (Σχόλ.), Ἰλ Ω. 354. Ἐπίρρ. φραδῶς, «φραστικῶς φανερῶς» Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

ές (φράζω): prudent, clear, νόος, Il. 24.354†.

Greek Monolingual

-ές, και φραδύς, -εῖα, -ύ, Α
συνετός, έμπειρος («φραδέος νόου ἔργα τέτυκται», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
φραδῶς Α
(κατά τον Ησύχ.) «φραστικῶς, φανερῶς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. απαντά μόνον μία φορά στον τ. γεν. φραδέος, από τον οποίο ορισμένοι μελετητές έχουν υποθέσει μια ονομ. φραδύς, σχηματισμένη από το θ. φραδ- του φράζω (Ι), κατά τα επίθ. σε -ύς (πρβλ. βαθύς), ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για έναν τ. φραδής, κατ' αποκοπή από τα σύνθ. σε -φραδής.

Greek Monotonic

φρᾰδής: -ές, γεν. —έοςή —ύς, -ύ, (φράζω), κατανοητός, σοφός, συνετός, αντίθ. προς ἀφραδής, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

φρᾰδής, ές φράζω
understanding, wise, shrewd, opp. to ἀφραδής, Il.