αρματολίκι

Greek Monolingual

το
1. περιφέρεια που υπάγεται στη δικαιοδοσία του αρματολού
2. το αξίωμα του αρματολού
3. (περιλπτ.) οι αρματολοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρματολός].