αρματολός
From LSJ
Greek Monolingual
και αρματωλός, ο
ένοπλος χριστιανός στην υπηρεσία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. αρματολός < αρματο-λόγος «αυτός που ασχολείται με τα άρματα», με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -γ-. Η άποψη πως το αμαρτωλός (με -ω-) προήλθε από συμφυρμό των αρματα + αμαρτωλοί με παρετυμολογική επίδραση της β' λέξεως (εξ ου και η γραφή με -ω-) δεν φαίνεται να ευσταθεί. Το ίδιο ισχύει και για τα παράγωγα αρματωλίκι, αρματωλισμός αντί των αρματολίκι, αρματολισμός].