αρνίλα

Greek Monolingual

η
η μυρωδιά του αρνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αρνί + -ίλα (κατάλ. ουσιαστικών τα οποία δηλώνουν συνήθως άσκημη μυρωδιά
πρβλ. ξινίλα, ποδαρίλα, ψαρίλα κ.ά.)].