αρνησίθρησκος

Greek Monolingual

-ο
αυτός που αρνείται τη θρησκεία του, ο εξωμότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρνησις (-η) + θρήσκος (πρβλ. ανεξίθρησκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Βυζαντίου Σκαρλάτου].