αροτρόπους
Greek Monolingual
(-ποδος), ο
το κάτω μέρος του αρότρου, με το οποίο αυτό στηρίζεται στο έδαφος, κοιν. αλετροπόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άροτρον + πους].
(-ποδος), ο
το κάτω μέρος του αρότρου, με το οποίο αυτό στηρίζεται στο έδαφος, κοιν. αλετροπόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άροτρον + πους].