Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αρτυμένος
Greek Monolingual
και -σμένος, -η, -ο αρτύω 1. αυτός που έφαγε ή απλώς δοκίμασε κάτι το οποίο δεν είναι νηστήσιμο 2. (για φαγητό) εκείνο που έχει γίνει νοστιμότερο με την προσθήκη λαδιού, αλατιού, μυρωδικών κ.λπ. 3. το φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο.