αρχαιογνωσία

Greek Monolingual

η
η γνώση της αρχαιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -γνωσία < -γνωτός < γιγνώσκω. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Π. Χιώτη ως απόδοση του γερμ. Alterthumskunde].