αρχαϊστής

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του αρχαϊσμούς
2. εκείνος που μιμείται αρχαϊκά πρότυπα στην τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαΐζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Π. Χιώτη].