αρχαΐζω

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

ἀρχαΐζω)
νεοελλ.
μεταχειρίζομαι αρχαϊσμούς, δηλαδή λέξεις και φράσεις απαρχαιωμένες
αρχ.
1. μιμούμαι τους αρχαίους
2. παρουσιάζω κάποιον σαν αρχαίο χωρίς να είναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος.
ΠΑΡ. αρχαϊσμός
νεοελλ.
αρχαϊστής].