αρωματοποιός

Greek Monolingual

ο, η
ο παρασκευαστής αρωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρωμα (Ι) + -ποιός < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Θεοδόσιο Ηλιάδη].