ασέληνος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσέληνος, -ον)
αυτός που δεν φωτίζεται από το φως της σελήνης, ο σκοτεινός («νὺξ ἀσέληνος»
«ζοφώδης καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας»).