ασβεστώνω

Greek Monolingual

ασβέστης
1. επαλείφω με ασβέστη, ασπρίζω τοίχο
2. χρησιμοποιώ άφθονα καλλυντικά για το πρόσωποασβεστωμένα μούτρα»)
3. ανακατεύω χώμα με ασβέστη για λίπανση.