ασβέστης1. επαλείφω με ασβέστη, ασπρίζω τοίχο2. χρησιμοποιώ άφθονα καλλυντικά για το πρόσωπο («ασβεστωμένα μούτρα»)3. ανακατεύω χώμα με ασβέστη για λίπανση.