Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ασματοκάμπτης
Greek Monolingual
ἀσματοκάμπτης, ο (Α) αυτός που στρίβει με περίεργο τρόπο τα άσματα (ειρωνική λέξη του Αριστοφάνη για τους διθυραμβοποιούς της εποχής του). [ΕΤΥΜΟΛ.<άσμα+ -καμπτης<κάμπτω.