ο (Α ἀσπάραγος και ἀσφάραγος)το σπαράγγι, αγγειόσπερμο, μονοκότυλο φυτό, με βλαστούς διακλαδιζόμενους, όρθιους ή αναρριχώμενους.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ασφάραγος].