ἀσπάραγος
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
v. ἀσφάραγος.
Spanish (DGE)
v. 2 ἀσφάραγος.
German (Pape)
[Seite 373] ὁ, Plut. Caes. 17 u. sonst, att. ἀσφάραγος, Spargel, Theophr. Übh. der erste Pflanzenkeim, che die Blätter sich entwickeln, Galen., vgl. Lob. Phryn. 110.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
att. ἀσφάραγος;
asperge, plante.
Étymologie: ἀ- prosth., σπαργάω.
Greek Monolingual
ο (Α ἀσπάραγος και ἀσφάραγος)
το σπαράγγι, αγγειόσπερμο, μονοκότυλο φυτό, με βλαστούς διακλαδιζόμενους, όρθιους ή αναρριχώμενους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ασφάραγος].
Russian (Dvoretsky)
ἀσπάρᾰγος: атт. ἀσφάρᾰγος (ᾰρ) ὁ
1 спаржа Plut.;
2 росток, побег Anth.
Frisk Etymological English
See also: ἀσφάραγος
Frisk Etymology German
ἀσπάραγος: {aspáragos}
See also: s. ἀσφάραγος.
Page 1,168