σπαράγγι

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442

Greek Monolingual

και σφαράγγι, το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία του φυτού ασπάραγος, που ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες, καθώς και τών νεαρών βλαστών του και τών διαφόρων ποικιλιών του, που είναι εδώδιμα και θεωρούνται από τα εκλεκτότερα λαχανικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀσπαράγ(γ)ιον, υποκορ. του ἀσπάραγος, με σίγηση του αρκτικού άτονου α-].