αστέφανος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀστέφανος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει φορέσει στεφάνι, ο άγαμος
2. (για βαρέλι) εκείνο που δεν έχει στερεωθεί με στεφάνι από μέταλλο
αρχ.
αυτός που δεν κέρδισε το στεφάνι της νίκης, ο ηττημένος.