Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αστέφανος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀστέφανος, -ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει φορέσει στεφάνι, ο άγαμος 2. (για βαρέλι) εκείνο που δεν έχει στερεωθεί με στεφάνι από μέταλλο αρχ. αυτός που δεν κέρδισε το στεφάνι της νίκης, ο ηττημένος.