ἀστέφανος
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
English (LSJ)
ἀστέφανον, without crown, ungarlanded, mostly in token of defeat, E.Hipp.1137 (lyr.); ἁμίλλας ἔθετ' ἀστεφάνους Id.Andr. 1021.
Spanish (DGE)
(ἀστέφᾰνος) -ον
carente de coronas e.e. donde no se conceden premios ἀστέφανοι ... ἀνάπαυλαι E.Hipp.1138, ἁμίλλας ἔθετ' ἀστεφάνους E.Andr.1021
•de pers. que no merecen premios ἀστεφάνους τεύχει Man.4.178.
German (Pape)
[Seite 375] ohne Kranz, unbekränzt, ἅμιλλαι d. i. unglücklich, Eur. Andr. 1021; vgl. Hipp. 1137.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans couronne, càd sans succès.
Étymologie: ἀ, στέφανος.
Russian (Dvoretsky)
ἀστέφᾰνος: не получивший венка, т. е. неудачный, без успеха (ἅμιλλαι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστέφανος: -ον, ἄνευ στεφάνου, κατὰ τὸ πλεῖστον εἰς σημεῖον νίκης, Εὐρ. Ἱππ. 1137˙ ἁμίλλας ἔθετ’ ἀστεφάνους (nullos habitura triumphos) ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 1020.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀστέφανος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει φορέσει στεφάνι, ο άγαμος
2. (για βαρέλι) εκείνο που δεν έχει στερεωθεί με στεφάνι από μέταλλο
αρχ.
αυτός που δεν κέρδισε το στεφάνι της νίκης, ο ηττημένος.
Greek Monotonic
ἀστέφᾰνος: -ον, αυτός που δεν έχει στεφάνι, αστεφάνωτος, σε Ευρ.
Middle Liddell
without crown, ungarlanded, Eur.