αστερόεις

Greek Monolingual

-εσσα, -εν (AM ἀστερόεις, -εσσα, -εν) αστήρ
1. ο γεμάτος αστέρια (η αστερόεσσα
η σημαία των ΗΠΑ)
2. αυτός που λάμπει σαν αστέρι.