ή ασφαλτική μαστίχη, ημίγμα από σκόνη ασφαλτούχου ασβεστόλιθου και ρευστή ραφιναρισμένη πισσάσφαλτο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρουπρβλ. αγγλ. asphalt mastic, ελληνογενές < asphalt < άσφαλτος, άσφαλτον + mastic < μαστίχη.