ασχάλλω

Greek Monolingual

ἀσχάλλω και ἀσχαλῶ (-άω) (Α)·1. στενοχωριέμαι, δυσανασχετώ, αδημονώ
2. θρηνώ για κάτι
3. διστάζω, είμαι επιφυλακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. το ρ. ασχάλλω προέρχεται από άσχαλος (< α- στερ. + θ. αορ. σχ-ειν του ρ. έχω + κατάλ. -αλος) «αυτός που δεν μπορεί να (συγ)κρατηθεί, να αντέξει»].