δυσανασχετώ

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source

Greek Monolingual

δυσανασχετῶ (-έω) (AM)
στενοχωριέμαι, μέ καταλαμβάνει δυσφορία και αδημονία
αρχ.
υποφέρω κάτι με δυσκολία.