ατίθασος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτίθασος, -ον)
1. (για ζώα) αδάμαστος, άγριος
2. απειθάρχητος, ανυπότακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τιθασός «ήμερος»].